Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΚΑΙ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΚΤΗΡΙΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΧΑΜΕΝΗ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ


Πυραμίδες και Σφίγγες στον βυθό της Κούβας!
Τέσσερις πυραμίδες γιγαντιαίων διαστάσεων παρόμοιες με αυτές της Γκίζας στην Αίγυπτο, ένας περίπτερος ναός με τρία επίπεδα, κτίσματα με ύψος 40 μέτρων και μήκος ως και 400 (!), πολλές Σφίγγες και χιλιάδες άλλα ευρήματα «κοιμούνται» στην Μεσοατλαντική Τάφρο, στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Σαν Αντόνιο στη δυτική ακτή της Κούβας! Υπολείμματα από πέντε κυκλικά κανάλια που συνδέονται με γέφυρες παραπέμπουν ευθέως στα όσα γράφει ο Πλάτων στον «Τίμαιο»: την αρχαία Ατλαντίδα! 
Πυραμίδες και Σφίγγες στον βυθό της Κούβας!
Η ανακάλυψη δεν είναι καινούργια… Την είχε κάνει το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ την δεκαετία του ’60, κατά τη διάρκεια της κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων, όταν η ανθρωπότητα έφτασε μια ανάσα από τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο! Ένα πυρηνικό υποβρύχιο που περιπολούσε στα ανοιχτά του Κόλπου, ενημέρωσε για την ύπαρξη των πανάρχαιων κτισμάτων.
Στον κυβερνήτη δόθηκε εντολή να γίνουν μετρήσεις και να φωτογραφηθούν τα ευρήματα και η περιοχή κηρύχθηκε «απαγορευμένη ζώνη».
Πυραμίδες και Σφίγγες στον βυθό της Κούβας!
Από εκεί και πέρα, σιωπή! Κανείς δεν ξαναμίλησε για τη βυθισμένη πόλη ως το 2001 που η ρωσικής καταγωγής ωκεανογράφος Paulina Zalitski και ο σύζυγός της Paul Weinzweig, ιδιοκτήτες της εταιρείας Advanced Communications Digital με έδρα τον Καναδά, επελέγησαν από τον Φιντέλ Κάστρο να ερευνήσουν το βυθό της Κούβας με το υπερσύγχρονο ερευνητικό σκάφος «Ulises».
Πυραμίδες και Σφίγγες στον βυθό της Κούβας!
Το όχημα- ρομπότ ROV του ζεύγους κατέγραψε απίστευτες εικόνες σε βάθος 183 μέτρων από πέτρινες κατασκευές που είχαν συμμετρική διάταξη και παρουσίαζαν αδιαμφισβήτητες ομοιότητες με ένα πλήρες αστικό συγκρότημα!
Το τηλεχειριζόμενο σκάφος- ρομπότ συνέλεξε πετρώματα που αποδείχθηκε ότι ήταν γρανίτης και το σχήμα ή η διάταξή τους έδειχναν ανθρώπινη παρέμβαση. Τα κτίσματα –πολλά σε σχήμα πυραμίδας, άλλα κυκλικά και όλα απόλυτα ευθυγραμμισμένα- χρονολογήθηκαν ως 6.000 ετών, δηλαδή περίπου 1.500 χρόνια πριν από την κατασκευή των μεγάλων πυραμίδων της Αιγύπτου!
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι πάνω στις πέτρες βρέθηκαν χαραγμένα γράμματα, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε γραπτός λόγος όταν κατασκευάστηκαν κι αυτό ανατρέπει όλα τα δεδομένα της γνωστής Ιστορίας

Επιμέλεια άρθρου :Pikos Apikos
Πηγή :Λόγιος Ερμής

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Παίρνοντας αφορμή απο μια τηλεοπτική εκπομπή του ΑLTER όπου ο δημοσιογράφος ζητούσε εξηγήσεις απο Βουλευτή του ΛΑΟΣ για τα χρήματα που δίνουμε σε διάφορες χώρες ως βοήθεια μεταξύ των οποίων είναι η Αλβανία και τα Σκόπια .Και οι δύο χώρες βάλλονται εναντίον της Ελλάδος και δεν κρύβουν ποτέ τα αλυτρωτικά τους σχέδια .Αυτό δεν είναι σημερινό φαινόμενο που οι πολιτικοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με διάφορους τρόπους ,αλλά φαινόμενο δεκαετιών όπου κοιμόμασταν τον ύπνο του δικαίου χωρίς να κάνουμε τίποτε περιμένοντας το μαγικό ραβδάκι να μας σώσει απο τα δεινά που τώρα έρχονται και ας μην το πιστεύουν μερικοί απο τους πολιτικούς και ας κάνουν τα στραβά μάτια δίνοντας μάλιστα και οικονομικοί βοήθεια στους ορκισμένους εχθρούς μας που πίνουν νερό στην ιδέα να καταλάβουν εδάφη Ελληνικά .Ακόμη και με την στάση τους όπως στην περίπτωση του Γούμα στην Χειμάρα .Όσοι λοιπόν αγνοούν την ιστορία θα τους φρεσκάρω την μνήμη για την στάση των Αλβανών κατα τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο .Στην ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 συμμετείχαν και αλβανικές δυνάμεις, η δε Αλβανία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Υπάρχουν στοιχεία μη επιδεχόμενα αμφισβήτηση ως προς τη συμμετοχή της χώρας αυτής στον πόλεμο του 1940-41 κατά της πατρίδας μας. Παρόλα αυτά Αλβανοί ιστορικοί προσπαθούν, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, να πείσουν ότι οι συμπατριώτες τους δεν συμμετείχαν στον πόλεμο ή συμμετείχαν λίγοι διά της βίας.
Όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913) οι Αλβανοί μουσουλμάνοι πολέμησαν για την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων. Πολλοί Αλβανοί υπό τον Εσάτ πασά, αγωνίσθηκαν με γενναιότητα εναντίον των Μαυροβουνίων και των Σέρβων.

Άλλοι πολέμησαν κατά των Ελλήνων στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Κανένας όμως δεν σκέφθηκε να συμμετάσχει στον αγώνα κατά των Τούρκων για να απελευθερωθεί και η Αλβανία.
Η Αλβανία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, κατόπιν επιμονής της Ιταλίας και της Αυστρίας (φυσικά λόγω των συμφερόντων τους). Αυτές είχαν ως απώτερο σκοπό την επέκταση τους στη Βαλκανική χερσόνησο, όπως απέδειξαν και στη συνέχεια τα γεγονότα.
Στο Λονδίνο οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεσαν την ακεραιότητα της Αλβανίας υπό την εγγύησή τους. Οι ίδιες δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1914, για να ολοκληρώσουν στην πράξη την κατάρρευση του τεχνητού αυτού κατασκευάσματος, άρχισαν να διανέμουν τη χώρα. Και σε όλα αυτά τι ρόλο έπαιζαν οι Αλβανοί;
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: οι συμπάθειες της μεγάλης πλειονότητας του αλβανικού πληθυσμού – μουσουλμάνων και καθολικών – στρέφονταν τότε προς τους Αυστριακούς και τους Τούρκους.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η Ελλάδα υπέγραψε στις 15 Μαΐου 1920 τη συμφωνία της Καπεστίτσας, προς αποφυγή σύγκρουσης με τους Αλβανούς, σε χρόνο κατά τον οποίο είχε εμπλακεί στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σε αυτή τη συμφωνία υπήρχε όρος που υπαγόρευε ότι η Βόρεια Ήπειρος δεν θα καταλαμβανόταν ακόμα από τα ελληνικά στρατεύματα, με εξαίρεση την περιοχή της Κορυτσάς, μέχρι την οριστική ρύθμιση του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Μέχρι και το 1924 σημειώθηκαν διάφορες αντιδράσεις, καθώς και εμφύλιες συρράξεις στο εσωτερικό της Αλβανίας, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1939. Οι Αλβανοί παρακολουθούσαν με αδιαφορία τα γεγονότα και με την ίδια σχεδόν αδιαφορία άφησαν τον Απρίλιο του 1939 να καταληφθεί η πατρίδα τους από την Ιταλία.
Η Αλβανία στις 27 Νοεμβρίου 1926 είχε υπογράψει με την Ιταλία τη συνθήκη των Τιράνων, βάσει της οποίας, κατά τον πολιτικό Παν. Πιπινέλη, “ετίθετο κατ’ ουσίαν υπό την σκέπη της φασιστικής Ιταλίας, αφού είχε ήδη τεθεί υπό την πολιτικήν και οικονομικήν κηδεμονίαν αυτής”.
Η συνθήκη αυτή οδήγησε, κατά τον ιστορικό Μ. Βίκερς, σε σημαντική αύξηση της ιταλικής στρατιωτικής δραστηριότητας στη χώρα, ενώ η παρουσία Ιταλών αξιωματικών σε όλες σχεδόν τις στρατιωτικές μονάδες περιόρισε σημαντικά την ανεξαρτησία του Αλβανικού Στρατού.
Η Ελλάδα πάντα σεβόταν τα ανθρώπινα και τα θρησκευτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων, μεταξύ αυτών και των αλβανοτσάμηδων, που ζούσαν στη Ελλάδα. Γενικά η στάση των ελληνικών αρχών έναντι των μουσουλμάνων υπήρξε τόσο φιλελεύθερη και αξιοπρεπής ώστε να μη μπορεί να συγκριθεί με εκείνη άλλων κρατών. Παρόλα αυτά οι φυλετικές και θρησκευτικές παραδόσεις τους και το όνειρο των Αλβανών για την απόσπαση τμήματος της Θεσπρωτίας από την Ελλάδα και την ενσωμάτωση του στην Αλβανία, κατάλληλα υποδαυλιζόμενο από την προπαγάνδα των Ιταλών, τους ωθούσαν σε αδιάλειπτες συνωμοτικές ενέργειες κατά του ελληνικού κράτους.
Η Αλβανία – όπως και η Βουλγαρία – δεν είχε υπογράψει το Βαλκανικό Σύμφωνο (9 Φεβρουαρίου 1934). Η μη συμμετοχή της σε αυτό δεν οφειλόταν σε δική της άρνηση, αλλά στο γεγονός ότι ανήκε στην ιταλική σφαίρα επιρροής και η θέση της Ιταλίας προσανατολιζόταν, τη στιγμή εκείνη, στη μη ενίσχυση ενεργειών κρατών που επεδίωκαν τη διατήρηση του εδαφικού και πολιτικού καθεστώτος του 1919. Πάντως, όπως γράφει η καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Αλβανοί επίσημοι εκδήλωσαν τη δυσαρέσκεια τους που δεν προσκλήθηκαν να υπογράψουν το Σύμφωνο αυτό.
Το 1939 τα ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της Γιουγκοσλαβίας. Δεν προβλήθηκε καμία σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες ως “ελευθερωτές”.
Τα γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στη Ρώμη, θερινή διαμονή των Πάπων μέχρι το 1870, στη συνέχεια κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), πολυμελής αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση.
Αυτός προσφώνησε τον Bασιλιά αυτοκράτορα πρώτα στην αλβανική και έπειτα στην ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το “στέμμα του Σκεντέρμπεη”. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η ιταλική Βουλή έδωσε τη συναίνεση της για την “προσωπική ένωση” και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι.
Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος. Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανώτερους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό.
Ο αλβανικός Τύπος προ του πολέμου παρουσίαζε άρθρα με πολεμική κατά της Ελλάδας. Μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάνο, διέταξε τον τοποτηρητή στην Αλβανία Τζακομόνι: “Φροντίστε ώστε ο αλβανικός Τύπος να συνεχίζει τη ζωηρή του πολεμική εναντίον της Ελλάδας”.Στην ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 συμμετείχαν και αλβανικές δυνάμεις, η δε Αλβανία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Υπάρχουν στοιχεία μη επιδεχόμενα αμφισβήτηση ως προς τη συμμετοχή της χώρας αυτής στον πόλεμο του 1940-41 κατά της πατρίδας μας. Παρόλα αυτά Αλβανοί ιστορικοί προσπαθούν, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, να πείσουν ότι οι συμπατριώτες τους δεν συμμετείχαν στον πόλεμο ή συμμετείχαν λίγοι διά της βίας.
Όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913) οι Αλβανοί μουσουλμάνοι πολέμησαν για την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων. Πολλοί Αλβανοί υπό τον Εσάτ πασά, αγωνίσθηκαν με γενναιότητα εναντίον των Μαυροβουνίων και των Σέρβων.

Άλλοι πολέμησαν κατά των Ελλήνων στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Κανένας όμως δεν σκέφθηκε να συμμετάσχει στον αγώνα κατά των Τούρκων για να απελευθερωθεί και η Αλβανία.
Η Αλβανία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, κατόπιν επιμονής της Ιταλίας και της Αυστρίας (φυσικά λόγω των συμφερόντων τους). Αυτές είχαν ως απώτερο σκοπό την επέκταση τους στη Βαλκανική χερσόνησο, όπως απέδειξαν και στη συνέχεια τα γεγονότα.
Στο Λονδίνο οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεσαν την ακεραιότητα της Αλβανίας υπό την εγγύησή τους. Οι ίδιες δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1914, για να ολοκληρώσουν στην πράξη την κατάρρευση του τεχνητού αυτού κατασκευάσματος, άρχισαν να διανέμουν τη χώρα. Και σε όλα αυτά τι ρόλο έπαιζαν οι Αλβανοί;
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: οι συμπάθειες της μεγάλης πλειονότητας του αλβανικού πληθυσμού – μουσουλμάνων και καθολικών – στρέφονταν τότε προς τους Αυστριακούς και τους Τούρκους.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η Ελλάδα υπέγραψε στις 15 Μαΐου 1920 τη συμφωνία της Καπεστίτσας, προς αποφυγή σύγκρουσης με τους Αλβανούς, σε χρόνο κατά τον οποίο είχε εμπλακεί στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σε αυτή τη συμφωνία υπήρχε όρος που υπαγόρευε ότι η Βόρεια Ήπειρος δεν θα καταλαμβανόταν ακόμα από τα ελληνικά στρατεύματα, με εξαίρεση την περιοχή της Κορυτσάς, μέχρι την οριστική ρύθμιση του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Μέχρι και το 1924 σημειώθηκαν διάφορες αντιδράσεις, καθώς και εμφύλιες συρράξεις στο εσωτερικό της Αλβανίας, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1939. Οι Αλβανοί παρακολουθούσαν με αδιαφορία τα γεγονότα και με την ίδια σχεδόν αδιαφορία άφησαν τον Απρίλιο του 1939 να καταληφθεί η πατρίδα τους από την Ιταλία.
Η Αλβανία στις 27 Νοεμβρίου 1926 είχε υπογράψει με την Ιταλία τη συνθήκη των Τιράνων, βάσει της οποίας, κατά τον πολιτικό Παν. Πιπινέλη, “ετίθετο κατ’ ουσίαν υπό την σκέπη της φασιστικής Ιταλίας, αφού είχε ήδη τεθεί υπό την πολιτικήν και οικονομικήν κηδεμονίαν αυτής”.
Η συνθήκη αυτή οδήγησε, κατά τον ιστορικό Μ. Βίκερς, σε σημαντική αύξηση της ιταλικής στρατιωτικής δραστηριότητας στη χώρα, ενώ η παρουσία Ιταλών αξιωματικών σε όλες σχεδόν τις στρατιωτικές μονάδες περιόρισε σημαντικά την ανεξαρτησία του Αλβανικού Στρατού.
Η Ελλάδα πάντα σεβόταν τα ανθρώπινα και τα θρησκευτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων, μεταξύ αυτών και των αλβανοτσάμηδων, που ζούσαν στη Ελλάδα. Γενικά η στάση των ελληνικών αρχών έναντι των μουσουλμάνων υπήρξε τόσο φιλελεύθερη και αξιοπρεπής ώστε να μη μπορεί να συγκριθεί με εκείνη άλλων κρατών. Παρόλα αυτά οι φυλετικές και θρησκευτικές παραδόσεις τους και το όνειρο των Αλβανών για την απόσπαση τμήματος της Θεσπρωτίας από την Ελλάδα και την ενσωμάτωση του στην Αλβανία, κατάλληλα υποδαυλιζόμενο από την προπαγάνδα των Ιταλών, τους ωθούσαν σε αδιάλειπτες συνωμοτικές ενέργειες κατά του ελληνικού κράτους.
Η Αλβανία – όπως και η Βουλγαρία – δεν είχε υπογράψει το Βαλκανικό Σύμφωνο (9 Φεβρουαρίου 1934). Η μη συμμετοχή της σε αυτό δεν οφειλόταν σε δική της άρνηση, αλλά στο γεγονός ότι ανήκε στην ιταλική σφαίρα επιρροής και η θέση της Ιταλίας προσανατολιζόταν, τη στιγμή εκείνη, στη μη ενίσχυση ενεργειών κρατών που επεδίωκαν τη διατήρηση του εδαφικού και πολιτικού καθεστώτος του 1919. Πάντως, όπως γράφει η καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Αλβανοί επίσημοι εκδήλωσαν τη δυσαρέσκεια τους που δεν προσκλήθηκαν να υπογράψουν το Σύμφωνο αυτό.
Το 1939 τα ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της Γιουγκοσλαβίας. Δεν προβλήθηκε καμία σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες ως “ελευθερωτές”.
Τα γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στη Ρώμη, θερινή διαμονή των Πάπων μέχρι το 1870, στη συνέχεια κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), πολυμελής αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση.
Αυτός προσφώνησε τον Bασιλιά αυτοκράτορα πρώτα στην αλβανική και έπειτα στην ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το “στέμμα του Σκεντέρμπεη”. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η ιταλική Βουλή έδωσε τη συναίνεση της για την “προσωπική ένωση” και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι.
Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος. Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανώτερους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό.
Ο αλβανικός Τύπος προ του πολέμου παρουσίαζε άρθρα με πολεμική κατά της Ελλάδας. Μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάν διέταξε τον τοποτηρητή στην Αλβανία Τζακομόνι: “Φροντίστε ώστε ο αλβανικός Τύπος να συνεχίζει τη ζωηρή του πολεμική εναντίον της Ελλάδας”.Ο τοποτηρητήςΟ Τζακομόνι, σε μυστικό υπόμνημα του προς τον υπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, Μπενίνι, στις 19 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ των άλλων γράφει: “…Από την άλλη προετοιμάζω αλβανικά στοιχεία, εξακριβωμένα θαρραλέα, ειδικά Τσαμουριώτες, τα οποία θα έχουν ως αποστολή να εισέλθουν κρυφά στο ελληνικό έδαφος και εκεί, την ώρα που θα επιτεθεί ο στρατός μας, θα διαπράξουν με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους τις παρακάτω πράξεις: καταστροφή τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συρμάτων, εξάλειψη των φυλακίων και των παρατηρητηρίων κατά μήκος των συνοριακών γραμμών (…).
Μερικά από τα στοιχεία αυτά θα εφοδιαστούν από την υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών με μερικούς φορητούς πομπούς, χάρη στους οποίους η διοίκηση του στρατεύματος θα έχει ακριβείς ειδήσεις περί των θέσεων των ελληνικών στρατευμάτων”. Πληροφορεί δε τον Μπενίνι ότι μεταξύ των Αλβανών παρατηρείται αίσθημα αναμονής, εμπιστοσύνης και άγριας διάθεσης. Ο ίδιος στις 21 Οκτωβρίου γράφει στον Μπενίνι: “Θα μπορούσε να αποσπασθεί, όσο θα διαρκούν οι εχθροπραξίες, το Τάγμα της Βασιλικής Αλβανικής Φρουράς”.
Ο αντιβασιλιάς της Αλβανίας βεβαίωσε “ότι είναι πάρα πολλές οι αιτήσεις των Αλβανών να καταταγούν στα σχηματιζόμενα αλβανικά σώματα, προοριζόμενα να κτυπήσουν τους Ελληνες και να συνεργαστούν με τον Ιταλικό Στρατό, και ότι ο πληθυσμός ελπίζει, επίσης, να κληθούν υπό τα όπλα μερικές ηλικίες…”.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ.
Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940, επεκτάθηκε αυτόματα και μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Η Αλβανία, συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με καθεστώς “προσωπικής ένωσης” με την Ιταλία, είχε δεχθεί με νόμο του Κοινοβουλίου της (Αλβανικός Νόμος, 10 Ιουνίου 1940) ότι: “το Βασίλειο της Αλβανίας αναγνωρίζει ότι θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τα κράτη τα οποία θα βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βασίλειο της Ιταλίας”.
Συνεπώς με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την πατρίδα μας. Γι’ αυτό η Ελλάδα με το Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) της 10ης Νοεμβρίου 1940, το οποίο εκδόθηκε σε εφαρμογή του ΑΝ (Αναγκαστικού Νόμου) 2636/1940 “Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών”, όρισε ως εχθρικά κράτη “την Ιταλία μαζί με τις κτήσεις, τα αυτοκρατορικά της εδάφη και τις αποικίες, καθώς και την Αλβανία”.
Ο Ιταλός στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σε διαταγή του της 21ης Οκτωβρίου 1940 αποκαλύπτει ότι είχε αναθέσει σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από Αλβανούς οδηγούς, να εκτελούν αναγνωρίσεις στην άμεση περιοχή των συνόρων. Περαιτέρω η διαταγή καθόριζε ότι έπρεπε να οργανωθούν ειδικά τμήματα αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Αλβανούς, πλαισιούμενους μόνο από Ιταλούς, και επιφορτισμένα με την εξουδετέρωση των μεμονωμένων Ελλήνων σκοπών και με την αποκοπή των τηλεφωνικών γραμμών.
Η προκήρυξη που διάβασε ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Βερλάτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: “…Οι στρατιώτες του ένδοξου Ιταλικού Στρατού, στις τάξεις του οποίου περιλαμβάνονται πολλές μονάδες Αλβανών στρατιωτών…”.
Ο Ιταλός ιστορικός Μάριο Τσέρβι γράφει: “Στις ιταλικές μεραρχίες περιλαμβάνονταν επίσης αλβανικά τμήματα (…). Εκπαιδεύτηκαν ακόμα και Αλβανοί, που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις”.Κατά την αρχική προέλαση της Μεραρχίας “Τζούλια” στον τομέα της Πίνδου οι επιτιθέμενοι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν Αλβανούς οι οποίοι γνώριζαν ελληνικά και φώναζαν στους Ελληνες στρατιώτες να παραδοθούν, λέγοντας ότι ο αγώνας τους ήταν πλέον μάταιος εφόσον στην Αθήνα είχε γίνει επανάσταση, η κυβέρνηση Μεταξά είχε πέσει, η νέα κυβέρνηση είχε συμμαχήσει με τον Άξονα κ.ά.
Στις 2 Νοεμβρίου 1940 τάγμα Αλβανών επιτέθηκε στο Καλπάκι απεγνωσμένα, χωρίς επιτυχία. Αλβανοί αυτόμολοι παρείχαν πληροφορίες στον Ελληνικό Στρατό.
Αποκαλυπτικά είναι τα όσα γράφει στο ημερολόγιο του ο Φερνάντε Κομπιόνε, έφεδρος υπολοχαγός πεζικού της 51ης Ορεινής Μεραρχίας “Σιέννα”: “…Κατά το χρονικό διάστημα από 28 Οκτωβρίου ως 14 Νοεμβρίου 1940, οπότε ιταλικά τμήματα είχαν εισχωρήσει σε περιοχές της Ελλάδας, οι Τσάμηδες υποδέχονταν σε όλα τα χωριά τους Ιταλούς ως ελευθερωτές, με ζητωκραυγές και ενθουσιασμό…”.
Ο πρεσβευτής Άδωνις Κύρου σημειώνει: “…Όταν, τέλος, εξερράγη ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, συμμετέσχον εις αυτόν παρά το πλευρόν των Ιταλών με ενθουσιασμόν και ανθελληνικήν λύσσαν άπειροι Αλβανοί – ενώ ουδείς εξ αυτών εσκέφθη να προσδράμη εις βοήθειαν του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού, καίτοι ούτος, συμφώνως προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, ήρχετο προς αποκατάστασιν της αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας…”.
Όταν ο Ελληνικός Στρατός προήλαυνε εντός του αλβανικού εδάφους, τα περισσότερα σώματα στρατού των Αλβανών είχαν διαλυθεί, ενώ στα πρόσωπα των λιγοστών Αλβανών που εκινούντο στους δρόμους, ανάμεσα στους Ιταλούς, ζωγραφιζόταν άγριος θυμός εναντίον ενός στρατεύματος που το νόμιζαν παντοδύναμο και το έβλεπαν να οπισθοχωρεί μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις.
Η Αγγλίδα ιστορικός Μ. Βίκερς τοποθετείται διαφορετικά: “…Η αλβανική κοινή γνώμη αρχικά πανηγύρισε για τον ελληνικό θρίαμβο, η στάση της όμως άλλαξε όταν η Αθήνα άρχισε να φανερώνει τις προθέσεις της να προσαρτήσει τη νότια Αλβανία…”(!!!).
Ενώ υπάρχουν όλα τα παραπάνω περί συμμετοχής των Αλβανών στον πόλεμο, οι Αλβανοί ιστορικοί, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, προσπάθησαν μεταπολεμικά να μας πείσουν ότι δεν συμμετείχαν με το μέρος των Ιταλών ή ότι συμμετείχαν λίγα τμήματα δια της βίας.
Συγκεκριμένα οι Αλβανοί ιστορικοί Σ. Πόλο και Α. Πούτο γράφουν σχετικά τα εξής: “Τα δύο αλβανικά τάγματα που στάλθηκαν με τη βία στον πόλεμο του 1940 αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Ιταλοί τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κεντρική Αλβανία. (….) Στην ελληνική κυβέρνηση η πορεία των γεγονότων φαινόταν πως έδινε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα παλαιά προσαρτιστικά σχέδια τους για τις περιοχές της Κόρτσας (σ.σ. Κορυτσάς) και του Γκιροκάστρ (σ.σ. Αργυρόκαστρου)”.
Σε άλλο σημείο συνεχίζουν: “Το 1940 ήταν μοναδική ευκαιρία να ενωθεί με τον Ελληνικό Στρατό ο Αλβανικός”.
Έτσι εξηγείται η κατηγορηματική άρνηση του Ελληνικού Στρατηγείου στην πρόταση των Αλβανών αντιφασιστών πατριωτών να σχηματίσουν δύο τάγματα και να πολεμήσουν με την εθνική τους σημαία στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Ιταλών εισβολέων!
Στην πραγματικότητα οι Αλβανοί έδειξαν πλήρη δυσπιστία και απροθυμία να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό. Αντιθέτως συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς. Ο Ιταλός παρατηρητής Τζακομόνι βεβαίωσε κατηγορηματικά και με συγκεκριμένα στοιχεία, ενώπιον του Ανώτατου Ιταλικού Δικαστηρίου, τα εξής: “Και οι Αλβανοί βοήθησαν παντού και πάντα τον Ιταλικό Στρατό, χωρίς να σημειωθεί πουθενά οποιοδήποτε επεισόδιο.
1941 – ΛΗΞΗ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.
Μετά την είσοδο των γερμανικών και των ιταλικών στρατευμάτων στη χώρα μας ιταλικές δυνάμεις παρέμειναν στην Αλβανία ως στρατός κατοχής.
Στις 3 Μαΐου 1941, λίγο μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, όπως γράφει ο ιστορικός Δημ. Μιχαλόπουλος, “ειδική επιτροπή”, που είχε συγκροτηθεί με εντολή της αλβανικής κυβέρνησης, υπέβαλε στο Βασιλικό Υπουργείο Εξωτερικών στη Ρώμη υπόμνημα στο οποίο περιέχονταν οι διεκδικήσεις της Αλβανίας σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Όσον αφορά την Ελλάδα στις διεκδικήσεις περιλαμβάνονταν, εκτός από την Τσαμουριά, τα Ιωάννινα και η Πρέβεζα “μαζί με τις περιφέρειες τους”, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Τα Τίρανα ζητούσαν τότε την “ένωση” των εδαφών αυτών, όπως και ορισμένων άλλων ελληνικών περιοχών (στη Δυτική Μακεδονία κυρίως), με το αλβανικό κράτος. Η κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα δεν επέφερε την πραγματοποίηση των αλβανικών επιδιώξεων.
Στις 17 Απριλίου 1944 δημιουργήθηκε μια μονάδα 35 αποτελούμενη αποκλειστικά από Αλβανούς, με την ονομασία 21 Waffen – Gebirgs – Division der SS «Skanderberg» (albanische Nr.1). Οι στολές τους ήταν ίδιες με τις στολές των γερμανικών SS, αλλά τα σύμβολα τους ήταν αλβανικά.
Το έργο των ΑλβανώνSS περιελάμβανε δολοφονίες ορθοδόξων ιερέων, καταστροφές ορθοδόξων ναών, βιασμούς, κλοπές αλλά και πλήρη κάλυψη των γερμανικών στρατευμάτων κατά την αποχώρηση τους από την Ελλάδα και αργότερα από τη Σερβία.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οπαδοί του Μπάλλι Κομπετάρ (Εθνικιστικό Κόμμα) είχαν επίσης συνεργασθεί με τους Γερμανούς.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Από την αναγνώριση της Αλβανίας ως ανεξάρτητου κράτους μέχρι την κατάληψη της από τους Ιταλούς (Απρίλιος 1939), οι σχέσεις της με την Ελλάδα ήταν σχετικά καλές. Στη συνέχεια, όμως, η ιταλική προπαγάνδα στήριξε τις αλυτρωτικές διαθέσεις της Αλβανίας. Ο αλβανικός Τύπος δημοσίευε άρθρα κατά της Ελλάδας και καλλιεργούσε το όνειρο της “Μεγάλης Αλβανίας”.
Με την επίθεση των Ιταλών κατά της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1940, αλβανικά τάγματα πεζικού και εθελοντών και σώματα άτακτων είχαν ενταχθεί στους ιταλικούς σχηματισμούς και έλαβαν ενεργά μέρος στις επιχειρήσεις. Εκτιμάται ότι συμμετείχαν 8-10 τάγματα Αλβανών. Η συμπεριφορά των Αλβανών πολιτών έναντι των Ελλήνων στρατιωτών το 1940-41 ήταν εχθρική, ενώ προς τους Ιταλούς φιλική.
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από τον Απρίλιο του 1939 και μετά, πείθουν ότι οι Αλβανοί μισούσαν και εξακολουθούν να μισούν κάθε τι ελληνικό και ορθόδοξο χριστιανικό. Υπήρξαν πάντα εχθροί της Ελλάδας. Συνεργάσθηκαν με τον Άξονα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάντα είχαν και εξακολουθούν να έχουν ως απώτερο σκοπό την ίδρυση της “Μεγάλης Αλβανίας”.
Δυστυχώς έναντι των “καλών υπηρεσιών” των Αλβανών η Ελλάδα το 1971 αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις της με τη γείτονα, με την ελπίδα ότι θα προστατεύονταν καλύτερα τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας της Βόρειας Ηπείρου. Επίσης το 1987 η Ελλάδα, ενεργώντας μονομερώς, κατάργησε την εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία, καθεστώς που ίσχυε από τον Νοέμβριο του 1940, χωρίς να εξασφαλίσει εγγυήσεις για την ελληνική μειονότητα της Βόρειας Ηπείρου.

Αυτούς λοιπόν βοηθάμε οικονομικά και τους έχουμε στην Πατρίδα μας τρέφοντας φίδια στον κόρφο μας .Κάποτε ένας φίλος Βερειοηπειρώτης μου είπε ότι Αλβανός δεν γίνεται ποτέ φίλος .Με την πρώτη ευκαιρία θα σε σφάξει στο γόνατο .


Πηγή του άρθρου ΠEPIOΔIKO “ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ”, TEYXOΣ ΟKTΩBPIOY 2003 και το blog
Μαθαίνουμε Ελληνική ιστορία .

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Kolokotronis part1 of 4

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ .Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ,Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ (1770-1843)


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ









Στις 3 Απριλίου του 1770 γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 1821, γνωστός και ως ο Γέρος του Μοριά. Διακρίθηκε για την στρατηγική του σκέψη, το θάρρος του, την αγαθή του καρδιά και τον έντιμο χαρακτήρα του. Πίστευε στον Θεό κι έλεγε: “Έλληνες, ο Θεός υπέγραψε για την ελευθερία της πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω την υπογραφή του" και στον λόγο στην Πνύκα ότι πολέμησαν "πρώτα Υπέρ Πίστεως και έπειτα Υπέρ Πατρίδος".

Κατά τα Ορλωφικά, η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, είχε βρει καταφύγιο στα βουνά. Εκεί, στις 3 Απριλίου του 1770 γέννησε τον Θεόδωρο "εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την πάλαιαν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι".

To 1780, οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Καπετάμπεη, πολιόρκησαν τους πύργους της Καστάνιας (ή Καστάνιτσας) της Μάνης, όπου βρίσκονταν οι Κολοκοτρωναίοι και ο Κλέφτης Παναγιώταρος, στα πλαίσια επιχειρήσεων εκκαθάρισης εστιών αντίστασης. Μετά από καιρό πολιορκίας και με τα εφόδια να τελειώνουν επιχείρησαν έξοδο. Ο Κωνσταντής σκοτώθηκε όπως και δυο αδέρφια του και πολλά από τα παλικάρια τους.
Η μητέρα του Κολοκοτρώνη κατάφερε να ξεφύγει και να σώσει δύο από τα έξι παιδιά της, και πήγε στη Μάνη.

Το 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790 παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καρούσου, κόρη του προεστού του Λεονταρίου. Έγινε Κλέφτης στην Πελοπόννησο, ξεχώρισε για την ανδρεία του κι έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Το 1792 βοήθησε, μαζί με τον Ζαχαριά, τον Ανδρούτσο (πατέρα του Οδυσσέα) στην υποχώρησή του προς τα βόρεια του Μοριά.
Οι Κλέφτες είχαν δυναμώσει πολύ και οι Τούρκοι έβαλαν στόχο να τους εξοντώσουν. Για να το καταφέρουν έδωσαν πολλά χρήματα στους Κοτζαμπάσηδες και τους έπεισαν να τους βοηθήσουν. Το 1802, ο βοεβόδας της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους Κοτζαμπάσηδες να σκοτώσουν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικόλαο Πετιμεζά. Ο Ζαΐμης είχε σχεδόν στα χέρια του τον Πετιμεζά και ο Δεληγιάννης έβαλε δυο προεστούς να ορκιστούν ότι θα σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη και προσπαθούσε επί μήνες να πετύχει τον σκοπό του. 


Τον Σεπτέμβριο του 1803 ο Δεληγιάννης καταγγέλλει τον Κολοκοτρώνη ως Αρματωλό και συνεννοείται με τους Λαλαίους. Τον Μάρτη του 1804, 400 Τούρκοι αποκλείουν τους Κολοκοτρωναίους σε ένα χωριό και προσπαθούν να τους σκοτώσουν, γίνεται μάχη για δυο μέρες και το βράδυ έκαναν έξοδο και διέφυγαν. Οι Κολοκοτρωναίοι είχαν φτάσει κυνηγημένοι στην Τσακωνία και ζήτησαν από τους κοτζαμπάσηδες λίγα τρόφιμα, για να πάρουν την απάντηση: "για τα τομάρια σας έχουμε μοναχά βόλια!". Τότε οι Κολοκοτρωναίοι επιτέθηκαν και κατέκαψαν τα σπίτια των κοτζαμπάσηδων και όσων τους χτυπούσαν με τουφέκια. Οι προεστοί που επέζησαν ζήτησαν βοήθεια από τον διοικητή της Τριπολιτσάς κι αυτός έφτιαξε ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα. Ο Γέρος του Μοριά το 1805 κατέφυγε στη Ζάκυνθο για να επιστρέψει στην Πελοπόννησο το 1806. Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης μαζί με πολλούς Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιους στέλνουν αναφορά στον Αλέξανδρο, Αυτοκράτορα της Ρωσίας και του ζητούν να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Ελλάδα.

Στα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα οι Ρώσοι τους πρότειναν να ενταχθούν στο ρωσικό στρατό και να πολεμήσουν τους Γάλλους στην Ιταλία. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν το δέχτηκε: "Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας". Τότε κάποιοι Έλληνες πήγαν να πολεμήσουν στην Νάπολη.


Οι Τούρκοι στέλνουν αναφορές στον Σουλτάνο κι αυτός αναγκάζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους Επαναστάτες. Ο Σουλτάνος έβγαλε φιρμάνι να σκοτωθούν όλοι οι κλέφτες και εντάθηκαν οι διωγμοί εναντίον τους με πρωτοστάτες τους προεστούς. Ο Πετιμεζάς, ο Ζαχαριάς και ο Γιαννιάς είχαν σκοτωθεί νωρίτερα και ο Κολοκοτρώνης έμεινε με 150 παλικάρια, κυνηγημένος από Τούρκους κι Έλληνες.

Οι Κολοκοτρωναίοι τα πληροφορήθηκαν και βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Πολλοί έλεγαν να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Όσοι από τους 150 δεν είχαν σκοτωθεί, χωριστήκαν σε ομάδες για να σωθούν λέγοντας ο ένας στον άλλο "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο". Ο Κολοκοτρώνης ήταν με 19 συγγενείς του και κάποιον καπετάν Γιώργο. Σε δυο εβδομάδες πέθαναν όλοι όσοι δεν ήταν μαζί με τον Κολοκοτρώνη.

Αυτή την περίοδο σκοτώθηκαν περίπου 30 Κολοκοτρωναίοι, ενώ άλλοι 40 είχαν πεθάνει νωρίτερα στα προεπαναστατικά χρόνια (Ορλωφικά κτλ). Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει στη Ζάκυνθο το 1807 παρά τις προδοσίες των Ελλήνων και το κυνήγι των Τούρκων.
Το 1810 κατατάχτηκε σε σώμα Ελλήνων εθελοντών του αγγλικού στρατού. Διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη. Από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με την χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό.

Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια μύησε και άλλους αγωνιστές.


Τον Ιανουάριο του 1821 έφυγε από την Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κατέλαβε την Καλαμάτα και συνεργάστηκε στενά με τον Παπαφλέσσα. Ο Γέρος του Μοριά, από την αρχή πρότεινε την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Τούρκων στην Πελοπόννησο.

Τον Απρίλιο και τον Μάιο έγινε η μάχη στο Βαλτέτσι. Στα μέσα του μήνα ο Κολοκοτρώνης έστησε στρατόπεδο στο Βαλτέτσι συγκεντρώνοντας τους περισσότερους επαναστάτες της Πελοποννήσου. Ο Μουσταφά Μπέης, επικεφαλής 4000 Τούρκων, επιχείρησε στις 24 Απριλίου αιφνιδιαστικό χτύπημα, κατέλαβε το χωριό και διέλυσε εν μέρει το στρατόπεδο. Κι ενώ ο Κυριάκος Μαυρομιχάλης αντιμετώπιζε με δυσκολία τους Τούρκους, κατέφτασε το σώμα του Πλαπούτα και χτύπησε τα τουρκικά μετόπισθεν τρέποντάς τους σε φυγή, με τον Κολοκοτρώνη να τους απωθεί προς την Τριπολιτσά. Το ελληνικό στρατόπεδο ανασυγκροτήθηκε κι έφτασαν ενισχύσεις από διάφορες περιοχές, αλλά το ηθικό είχε πέσει πολύ. Στις 13 Μαΐου οι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο από την Τριπολιτσά προς το Βαλτέτσι. Επί 23 ώρες μαινόταν η μάχη που έληξε με νίκη των Ελλήνων.
Στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά.


Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του.

    O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.    

Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να τεθεί ως επόμενος στόχος η Πάτρα, όμως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ανδρέας Ζαΐμης και οι υπόλοιποι πρόκριτοι της Αχαΐας, δημιούργησαν εμπόδια επειδή δεν ήθελαν να μεγαλώσει το πολιτικό έρεισμα του Γέρου του Μοριά. Το πολεμικό συμβούλιο του επέτρεψε να πολιορκήσει την Πάτρα αλλά δεν του έδωσαν καμία βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης μόνος του με τα παλικάρια του δεν μπορούσε να καταφέρει πολλά και τον Ιούνιο του 1822 εγκατέλειψε την πολιορκία και η Πάτρα έμεινε υπόδουλη μέχρι το 1828, οπότε απελευθερώθηκε από τον στρατηγό Μαιζόν, επικεφαλής γαλλικού σώματος.
Μετά από ένα μήνα ο Κολοκοτρώνης χτυπάει τον Δράμαλη στα Δερβενάκια και κατάφερε την πιο σημαντική νίκη της Επανάστασης. 



Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
    Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν.    



Το 1824 η αντιπαλότητα των παρατάξεων κατέληξε σε εμφύλιο. Στις 13 Νοεμβρίου, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη. Ο Γέρος του Μοριά παραδίνεται για να τερματιστεί ο εμφύλιο και φυλακίζεται στην Ύδρα. Αναγκάστηκαν όμως να τον απελευθερώσουν το 1825, μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Όμως τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και ο Γέρος παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του δεν τα κατάφερε. Τελικά ο Ιμπραήμ, που προετοίμαζε απόβαση στις Σπέτσες και στην Ύδρα, νικήθηκε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο Καποδίστριας συνεργάστηκε στενά με τον Κολοκοτρώνη, που είχε αναγνωρίσει από νωρίς την αξία του Γέρου του Μοριά. Για άλλη μια φορά η διεκδίκηση εξουσίας και η αντιπαλότητα στις διάφορες παρατάξεις των Ελλήνων είχε κακό τέλος: την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Κολοκοτρώνης την σχολίασε με το παρακάτω μύθο:

"Τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι κι έγινε. Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους. Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο."

Αργότερα, η Αντιβασιλεία του Όθωνα κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ότι προετοίμαζαν ανατροπή του ανήλικου Βασιλιά. Σε μια στημένη δίκη καταδικάστηκαν σε θάνατο, μα γλύτωσαν χάρη στη γενναία στάση δύο θαρραλέων δικαστών, του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κι όταν, ενήλικος πια, ανέλαβε ο Βασιλιάς Όθων τους απένειμε χάρη.
Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από φυσικό θάνατο στην Αθήνα, μετά το γλέντι για το γάμο του μικρού του γιου. Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει ότι οι Έλληνες έπρεπε να βασίζονται στις δικές τους δυνάμεις κι έλεγε χαρακτηριστικά "ότι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα από τους ξένους".





Δείτε το Ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με τίτλο ''Ο Γέρος του Μορία''

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

ΜΕΡΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ . Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΜΙΑΟΥΛΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ ΦΡΕΓΑΤΑΣ ΕΛ ?

Legion ₪ Legionaire 15 Ιουλίου στις 5:30 μ.μ.
Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΜΙΑΟΥΛΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ ΦΡΕΓΑΤΑΣ ΕΛΛΑΣ
Το 1831, στην Ύδρα, ξέσπασε ανταρσία κατά του Καποδίστρια , γιατί οι Υδραίοι πίστευαν ότι ο Κυβερνήτης πήγαινε κόντρα στα συμφέροντά τους, αφού είχε διαφορετικές απόψεις για τα ναυτιλιακά έγγραφα των πλοίων, ενώ παράλληλα ζητούσε την υποταγή τους στο Νόμο. Τα πράγματα έφτασαν σε τέτοιο κρίσιμο σημείο, ώστε στον Καποδίστρια δεν έμενε άλλη λύση, παρά να επανδρώσει τα εθνικά πολεμικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον Πόρο και να είναι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Ο Κων. Κανάρης, διοικητής του ναυστάθμου, έλαβε οδηγίες να ετοιμάσει με κάθε μυστικότητα τον παροπλισμένο στόλο. Το κυβερνητικό σχέδιο προέβλεπε αποκλεισμό του λιμανιού της Ύδρας, παρεμπόδιση του απόπλου των πλοίων χωρίς έγκυρα έγγραφα, αποκατάσταση της ηρεμίας και στα άλλα νησιά του Αιγαίου με την επιβολή των νόμων και επαναφορά της επαναστατημένης Σύρου κάτω από τον κυβερνητικό έλεγχο. Αλλά το μυστικό σχέδιο προδόθηκε, και τότε ο Μαυροκορδάτος, πρότεινε και έπεισε τους άλλους να αναθέσουν στο ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, το έργο της αιφνιδιαστικής κατάληψης του ναυστάθμου του Πόρου. Ο Μιαούλης το δέχτηκε, και τα ξημερώματα της 14ης Ιουλίου 1831, έχοντας μαζί του 200 ένοπλους Υδραίους υπό τον στρατιωτικό διοικητή του Πόρου Χριστόδουλο Μέξη ή Ποριώτη - που είχε διακριθεί στους αγώνες για την Ελευθερία- και τους καλύτερους πλοιάρχους- Σαχτούρη, Κριεζή, Σαχίνη κ.ά- και σαν πολιτικό σύμβουλο τον Αλ. Μαυροκορδάτο, έφθασε στον Πόρο, και με την βοήθεια ντόπιων ενόπλων ανδρών, κατόρθωσε, χωρίς δυσκολίες, να καταλάβει αρχικά το μεγαλύτερο πλοίο του εθνικού στόλου, τη φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ» με 64 πυροβόλα.

*** Την περίοδο εκείνη ο Γερμανός φιλέλληνας αξιωματικός Carl Rudolph Bromme ή Brommy (1804 -1860) γνωστός ως «Κάρολος Βράμης», υπήρξε υπασπιστής του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, κυβερνήτης Β’ Τάξεως της φρεγάτας «Ελλάς», και μετέπειτα υποδιοικητής του Ναυτικού Διευθυντηρίου του Πόρου από το 1836 ως το 1843, και επιθεωρητής του λιμένος του νησιού. Κατά τη διάρκεια της «ανταρσίας» του Μιαούλη τον Ιούλιο του 1831 στο λιμάνι του Πόρου, έλαβε κι αυτός μέρος.

Μετά την επιστροφή του στην Γερμανία ο Κάρλ έγινε ναύαρχος του νεοιδρυθέντος γερμανικού αυτοκρατορικού στόλου από το 1848 ως το 1853.



Στα απομνημονεύματά του ο Αλέξανδρος Κριεζής, που βρισκόταν εκείνο τον καιρό στην Υδρα, αναφέρει πως η κατάληψη των πλοίων έγινε από τον Αντώνιο Κριεζή και όχι από τον Μιαούλη , που έφτασε στον Πόρο λίγο αργότερα, με τον Σαχίνη και άλλους.

Στο λιμάνι του Πόρου ήταν ακόμη παροπλισμένα οι κορβέτες «Υδρα» και «Νήσος των Σπετσών» με κυβερνήτη τον Κανάρη, τα ατμόπλοια «Αστιγξ» και «Καλαβρία» καθώς και άλλα μικρότερα.

Το ΥΔΡΑ ήταν κορβέτα (ιστιοφόρο) με 26 κανόνια που εντάχθηκε στο στόλο το 1830.

Το πλοίο «Νήσος των Σπετσών» ήταν μία ιστιοφόρος κορβέτα, πρώην ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, ιδιοκτησία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας που αγοράσθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση και εντάχθηκε στον Εθνικό Στόλο στην πρώτη επίσημη σύστασή του το 1830 με το νέο του όνομα.

Το πλοίο «Ψαρά» ήταν μία κορβέτα, εκτοπίσματος 494 τόνων, που εντάχθηκε στη δύναμη του Στόλου το 1830 και παρέμεινε με το όνομα αυτό μέχρι το Δεκέμβριο του 1833, οπότε και μετονομάσθηκε σε «Πρίγκηψ Μαξιμιλιανός».

Κατόρθωσε όμως ο Μιαούλης να καταλάβει το μικρό φρούριο του Πόρου πάνω στο νησάκι του Aγίου Κωνσταντίνου ( Μπούρτζι ή κάστρο Εϊδεκ) όπου εγκατέστησε φρούραρχο τον πλοίαρχο Φαλάγκα, για να ελέγχει με το πυροβολικό του το στενό.

Ο Καποδίστριας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι οι αντίπαλοί του θα έφθαναν σε τέτοιες ενέργειες. Έστειλε αμέσως το τυπικό τάγμα, το Θ ελαφρο ταγμα
και μια ίλη ιππικού με τον Δημ. Καλλέργη - το μετέπειτα συνταγματάρχη διεκδικητή του Συντάγματος το 1843 από τον Οθωνα - και τον Νικηταρά στην απέναντι του Πόρου ακτή, με εντολή να καταλάβουν το φρούριο. Παράλληλα έκανε διάφορες πολιτικές κινήσεις. Κι επειδή τα αγγλικά και τα Γαλλικά πλοία είχαν φύγει από τον Πόρο, αποφάσισε να στηριχθεί στο Ρώσο ναύαρχο Ρίκορδ. Ο Ρώσος ναύαρχος στην αρχή, δικαιολογημένα, είχε δισταγμούς, αλλά τελικά η ρωσική μοίρα απέπλευσε από το Ναύπλιο, και στις 16 Ιουλίου αγκυροβόλησε μπροστά στο Ρωσικό ναύσταθμο.

Στις 16,19 και 20 Ιουλίου έφτασαν στο Γαλατά τα Ελληνικά στρατεύματα, περίπου 1000 άνδρες με αρχηγό το Νικηταρά.