Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Παίρνοντας αφορμή απο μια τηλεοπτική εκπομπή του ΑLTER όπου ο δημοσιογράφος ζητούσε εξηγήσεις απο Βουλευτή του ΛΑΟΣ για τα χρήματα που δίνουμε σε διάφορες χώρες ως βοήθεια μεταξύ των οποίων είναι η Αλβανία και τα Σκόπια .Και οι δύο χώρες βάλλονται εναντίον της Ελλάδος και δεν κρύβουν ποτέ τα αλυτρωτικά τους σχέδια .Αυτό δεν είναι σημερινό φαινόμενο που οι πολιτικοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με διάφορους τρόπους ,αλλά φαινόμενο δεκαετιών όπου κοιμόμασταν τον ύπνο του δικαίου χωρίς να κάνουμε τίποτε περιμένοντας το μαγικό ραβδάκι να μας σώσει απο τα δεινά που τώρα έρχονται και ας μην το πιστεύουν μερικοί απο τους πολιτικούς και ας κάνουν τα στραβά μάτια δίνοντας μάλιστα και οικονομικοί βοήθεια στους ορκισμένους εχθρούς μας που πίνουν νερό στην ιδέα να καταλάβουν εδάφη Ελληνικά .Ακόμη και με την στάση τους όπως στην περίπτωση του Γούμα στην Χειμάρα .Όσοι λοιπόν αγνοούν την ιστορία θα τους φρεσκάρω την μνήμη για την στάση των Αλβανών κατα τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο .Στην ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 συμμετείχαν και αλβανικές δυνάμεις, η δε Αλβανία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Υπάρχουν στοιχεία μη επιδεχόμενα αμφισβήτηση ως προς τη συμμετοχή της χώρας αυτής στον πόλεμο του 1940-41 κατά της πατρίδας μας. Παρόλα αυτά Αλβανοί ιστορικοί προσπαθούν, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, να πείσουν ότι οι συμπατριώτες τους δεν συμμετείχαν στον πόλεμο ή συμμετείχαν λίγοι διά της βίας.
Όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913) οι Αλβανοί μουσουλμάνοι πολέμησαν για την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων. Πολλοί Αλβανοί υπό τον Εσάτ πασά, αγωνίσθηκαν με γενναιότητα εναντίον των Μαυροβουνίων και των Σέρβων.

Άλλοι πολέμησαν κατά των Ελλήνων στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Κανένας όμως δεν σκέφθηκε να συμμετάσχει στον αγώνα κατά των Τούρκων για να απελευθερωθεί και η Αλβανία.
Η Αλβανία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, κατόπιν επιμονής της Ιταλίας και της Αυστρίας (φυσικά λόγω των συμφερόντων τους). Αυτές είχαν ως απώτερο σκοπό την επέκταση τους στη Βαλκανική χερσόνησο, όπως απέδειξαν και στη συνέχεια τα γεγονότα.
Στο Λονδίνο οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεσαν την ακεραιότητα της Αλβανίας υπό την εγγύησή τους. Οι ίδιες δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1914, για να ολοκληρώσουν στην πράξη την κατάρρευση του τεχνητού αυτού κατασκευάσματος, άρχισαν να διανέμουν τη χώρα. Και σε όλα αυτά τι ρόλο έπαιζαν οι Αλβανοί;
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: οι συμπάθειες της μεγάλης πλειονότητας του αλβανικού πληθυσμού – μουσουλμάνων και καθολικών – στρέφονταν τότε προς τους Αυστριακούς και τους Τούρκους.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η Ελλάδα υπέγραψε στις 15 Μαΐου 1920 τη συμφωνία της Καπεστίτσας, προς αποφυγή σύγκρουσης με τους Αλβανούς, σε χρόνο κατά τον οποίο είχε εμπλακεί στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σε αυτή τη συμφωνία υπήρχε όρος που υπαγόρευε ότι η Βόρεια Ήπειρος δεν θα καταλαμβανόταν ακόμα από τα ελληνικά στρατεύματα, με εξαίρεση την περιοχή της Κορυτσάς, μέχρι την οριστική ρύθμιση του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Μέχρι και το 1924 σημειώθηκαν διάφορες αντιδράσεις, καθώς και εμφύλιες συρράξεις στο εσωτερικό της Αλβανίας, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1939. Οι Αλβανοί παρακολουθούσαν με αδιαφορία τα γεγονότα και με την ίδια σχεδόν αδιαφορία άφησαν τον Απρίλιο του 1939 να καταληφθεί η πατρίδα τους από την Ιταλία.
Η Αλβανία στις 27 Νοεμβρίου 1926 είχε υπογράψει με την Ιταλία τη συνθήκη των Τιράνων, βάσει της οποίας, κατά τον πολιτικό Παν. Πιπινέλη, “ετίθετο κατ’ ουσίαν υπό την σκέπη της φασιστικής Ιταλίας, αφού είχε ήδη τεθεί υπό την πολιτικήν και οικονομικήν κηδεμονίαν αυτής”.
Η συνθήκη αυτή οδήγησε, κατά τον ιστορικό Μ. Βίκερς, σε σημαντική αύξηση της ιταλικής στρατιωτικής δραστηριότητας στη χώρα, ενώ η παρουσία Ιταλών αξιωματικών σε όλες σχεδόν τις στρατιωτικές μονάδες περιόρισε σημαντικά την ανεξαρτησία του Αλβανικού Στρατού.
Η Ελλάδα πάντα σεβόταν τα ανθρώπινα και τα θρησκευτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων, μεταξύ αυτών και των αλβανοτσάμηδων, που ζούσαν στη Ελλάδα. Γενικά η στάση των ελληνικών αρχών έναντι των μουσουλμάνων υπήρξε τόσο φιλελεύθερη και αξιοπρεπής ώστε να μη μπορεί να συγκριθεί με εκείνη άλλων κρατών. Παρόλα αυτά οι φυλετικές και θρησκευτικές παραδόσεις τους και το όνειρο των Αλβανών για την απόσπαση τμήματος της Θεσπρωτίας από την Ελλάδα και την ενσωμάτωση του στην Αλβανία, κατάλληλα υποδαυλιζόμενο από την προπαγάνδα των Ιταλών, τους ωθούσαν σε αδιάλειπτες συνωμοτικές ενέργειες κατά του ελληνικού κράτους.
Η Αλβανία – όπως και η Βουλγαρία – δεν είχε υπογράψει το Βαλκανικό Σύμφωνο (9 Φεβρουαρίου 1934). Η μη συμμετοχή της σε αυτό δεν οφειλόταν σε δική της άρνηση, αλλά στο γεγονός ότι ανήκε στην ιταλική σφαίρα επιρροής και η θέση της Ιταλίας προσανατολιζόταν, τη στιγμή εκείνη, στη μη ενίσχυση ενεργειών κρατών που επεδίωκαν τη διατήρηση του εδαφικού και πολιτικού καθεστώτος του 1919. Πάντως, όπως γράφει η καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Αλβανοί επίσημοι εκδήλωσαν τη δυσαρέσκεια τους που δεν προσκλήθηκαν να υπογράψουν το Σύμφωνο αυτό.
Το 1939 τα ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της Γιουγκοσλαβίας. Δεν προβλήθηκε καμία σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες ως “ελευθερωτές”.
Τα γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στη Ρώμη, θερινή διαμονή των Πάπων μέχρι το 1870, στη συνέχεια κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), πολυμελής αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση.
Αυτός προσφώνησε τον Bασιλιά αυτοκράτορα πρώτα στην αλβανική και έπειτα στην ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το “στέμμα του Σκεντέρμπεη”. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η ιταλική Βουλή έδωσε τη συναίνεση της για την “προσωπική ένωση” και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι.
Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος. Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανώτερους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό.
Ο αλβανικός Τύπος προ του πολέμου παρουσίαζε άρθρα με πολεμική κατά της Ελλάδας. Μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάνο, διέταξε τον τοποτηρητή στην Αλβανία Τζακομόνι: “Φροντίστε ώστε ο αλβανικός Τύπος να συνεχίζει τη ζωηρή του πολεμική εναντίον της Ελλάδας”.Στην ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 συμμετείχαν και αλβανικές δυνάμεις, η δε Αλβανία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Υπάρχουν στοιχεία μη επιδεχόμενα αμφισβήτηση ως προς τη συμμετοχή της χώρας αυτής στον πόλεμο του 1940-41 κατά της πατρίδας μας. Παρόλα αυτά Αλβανοί ιστορικοί προσπαθούν, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, να πείσουν ότι οι συμπατριώτες τους δεν συμμετείχαν στον πόλεμο ή συμμετείχαν λίγοι διά της βίας.
Όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913) οι Αλβανοί μουσουλμάνοι πολέμησαν για την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων. Πολλοί Αλβανοί υπό τον Εσάτ πασά, αγωνίσθηκαν με γενναιότητα εναντίον των Μαυροβουνίων και των Σέρβων.

Άλλοι πολέμησαν κατά των Ελλήνων στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Κανένας όμως δεν σκέφθηκε να συμμετάσχει στον αγώνα κατά των Τούρκων για να απελευθερωθεί και η Αλβανία.
Η Αλβανία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, κατόπιν επιμονής της Ιταλίας και της Αυστρίας (φυσικά λόγω των συμφερόντων τους). Αυτές είχαν ως απώτερο σκοπό την επέκταση τους στη Βαλκανική χερσόνησο, όπως απέδειξαν και στη συνέχεια τα γεγονότα.
Στο Λονδίνο οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεσαν την ακεραιότητα της Αλβανίας υπό την εγγύησή τους. Οι ίδιες δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1914, για να ολοκληρώσουν στην πράξη την κατάρρευση του τεχνητού αυτού κατασκευάσματος, άρχισαν να διανέμουν τη χώρα. Και σε όλα αυτά τι ρόλο έπαιζαν οι Αλβανοί;
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: οι συμπάθειες της μεγάλης πλειονότητας του αλβανικού πληθυσμού – μουσουλμάνων και καθολικών – στρέφονταν τότε προς τους Αυστριακούς και τους Τούρκους.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η Ελλάδα υπέγραψε στις 15 Μαΐου 1920 τη συμφωνία της Καπεστίτσας, προς αποφυγή σύγκρουσης με τους Αλβανούς, σε χρόνο κατά τον οποίο είχε εμπλακεί στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σε αυτή τη συμφωνία υπήρχε όρος που υπαγόρευε ότι η Βόρεια Ήπειρος δεν θα καταλαμβανόταν ακόμα από τα ελληνικά στρατεύματα, με εξαίρεση την περιοχή της Κορυτσάς, μέχρι την οριστική ρύθμιση του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Μέχρι και το 1924 σημειώθηκαν διάφορες αντιδράσεις, καθώς και εμφύλιες συρράξεις στο εσωτερικό της Αλβανίας, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1939. Οι Αλβανοί παρακολουθούσαν με αδιαφορία τα γεγονότα και με την ίδια σχεδόν αδιαφορία άφησαν τον Απρίλιο του 1939 να καταληφθεί η πατρίδα τους από την Ιταλία.
Η Αλβανία στις 27 Νοεμβρίου 1926 είχε υπογράψει με την Ιταλία τη συνθήκη των Τιράνων, βάσει της οποίας, κατά τον πολιτικό Παν. Πιπινέλη, “ετίθετο κατ’ ουσίαν υπό την σκέπη της φασιστικής Ιταλίας, αφού είχε ήδη τεθεί υπό την πολιτικήν και οικονομικήν κηδεμονίαν αυτής”.
Η συνθήκη αυτή οδήγησε, κατά τον ιστορικό Μ. Βίκερς, σε σημαντική αύξηση της ιταλικής στρατιωτικής δραστηριότητας στη χώρα, ενώ η παρουσία Ιταλών αξιωματικών σε όλες σχεδόν τις στρατιωτικές μονάδες περιόρισε σημαντικά την ανεξαρτησία του Αλβανικού Στρατού.
Η Ελλάδα πάντα σεβόταν τα ανθρώπινα και τα θρησκευτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων, μεταξύ αυτών και των αλβανοτσάμηδων, που ζούσαν στη Ελλάδα. Γενικά η στάση των ελληνικών αρχών έναντι των μουσουλμάνων υπήρξε τόσο φιλελεύθερη και αξιοπρεπής ώστε να μη μπορεί να συγκριθεί με εκείνη άλλων κρατών. Παρόλα αυτά οι φυλετικές και θρησκευτικές παραδόσεις τους και το όνειρο των Αλβανών για την απόσπαση τμήματος της Θεσπρωτίας από την Ελλάδα και την ενσωμάτωση του στην Αλβανία, κατάλληλα υποδαυλιζόμενο από την προπαγάνδα των Ιταλών, τους ωθούσαν σε αδιάλειπτες συνωμοτικές ενέργειες κατά του ελληνικού κράτους.
Η Αλβανία – όπως και η Βουλγαρία – δεν είχε υπογράψει το Βαλκανικό Σύμφωνο (9 Φεβρουαρίου 1934). Η μη συμμετοχή της σε αυτό δεν οφειλόταν σε δική της άρνηση, αλλά στο γεγονός ότι ανήκε στην ιταλική σφαίρα επιρροής και η θέση της Ιταλίας προσανατολιζόταν, τη στιγμή εκείνη, στη μη ενίσχυση ενεργειών κρατών που επεδίωκαν τη διατήρηση του εδαφικού και πολιτικού καθεστώτος του 1919. Πάντως, όπως γράφει η καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Αλβανοί επίσημοι εκδήλωσαν τη δυσαρέσκεια τους που δεν προσκλήθηκαν να υπογράψουν το Σύμφωνο αυτό.
Το 1939 τα ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της Γιουγκοσλαβίας. Δεν προβλήθηκε καμία σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες ως “ελευθερωτές”.
Τα γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στη Ρώμη, θερινή διαμονή των Πάπων μέχρι το 1870, στη συνέχεια κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), πολυμελής αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση.
Αυτός προσφώνησε τον Bασιλιά αυτοκράτορα πρώτα στην αλβανική και έπειτα στην ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το “στέμμα του Σκεντέρμπεη”. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η ιταλική Βουλή έδωσε τη συναίνεση της για την “προσωπική ένωση” και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι.
Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος. Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανώτερους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό.
Ο αλβανικός Τύπος προ του πολέμου παρουσίαζε άρθρα με πολεμική κατά της Ελλάδας. Μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάν διέταξε τον τοποτηρητή στην Αλβανία Τζακομόνι: “Φροντίστε ώστε ο αλβανικός Τύπος να συνεχίζει τη ζωηρή του πολεμική εναντίον της Ελλάδας”.Ο τοποτηρητήςΟ Τζακομόνι, σε μυστικό υπόμνημα του προς τον υπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, Μπενίνι, στις 19 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ των άλλων γράφει: “…Από την άλλη προετοιμάζω αλβανικά στοιχεία, εξακριβωμένα θαρραλέα, ειδικά Τσαμουριώτες, τα οποία θα έχουν ως αποστολή να εισέλθουν κρυφά στο ελληνικό έδαφος και εκεί, την ώρα που θα επιτεθεί ο στρατός μας, θα διαπράξουν με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους τις παρακάτω πράξεις: καταστροφή τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συρμάτων, εξάλειψη των φυλακίων και των παρατηρητηρίων κατά μήκος των συνοριακών γραμμών (…).
Μερικά από τα στοιχεία αυτά θα εφοδιαστούν από την υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών με μερικούς φορητούς πομπούς, χάρη στους οποίους η διοίκηση του στρατεύματος θα έχει ακριβείς ειδήσεις περί των θέσεων των ελληνικών στρατευμάτων”. Πληροφορεί δε τον Μπενίνι ότι μεταξύ των Αλβανών παρατηρείται αίσθημα αναμονής, εμπιστοσύνης και άγριας διάθεσης. Ο ίδιος στις 21 Οκτωβρίου γράφει στον Μπενίνι: “Θα μπορούσε να αποσπασθεί, όσο θα διαρκούν οι εχθροπραξίες, το Τάγμα της Βασιλικής Αλβανικής Φρουράς”.
Ο αντιβασιλιάς της Αλβανίας βεβαίωσε “ότι είναι πάρα πολλές οι αιτήσεις των Αλβανών να καταταγούν στα σχηματιζόμενα αλβανικά σώματα, προοριζόμενα να κτυπήσουν τους Ελληνες και να συνεργαστούν με τον Ιταλικό Στρατό, και ότι ο πληθυσμός ελπίζει, επίσης, να κληθούν υπό τα όπλα μερικές ηλικίες…”.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ.
Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940, επεκτάθηκε αυτόματα και μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Η Αλβανία, συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με καθεστώς “προσωπικής ένωσης” με την Ιταλία, είχε δεχθεί με νόμο του Κοινοβουλίου της (Αλβανικός Νόμος, 10 Ιουνίου 1940) ότι: “το Βασίλειο της Αλβανίας αναγνωρίζει ότι θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τα κράτη τα οποία θα βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βασίλειο της Ιταλίας”.
Συνεπώς με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την πατρίδα μας. Γι’ αυτό η Ελλάδα με το Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) της 10ης Νοεμβρίου 1940, το οποίο εκδόθηκε σε εφαρμογή του ΑΝ (Αναγκαστικού Νόμου) 2636/1940 “Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών”, όρισε ως εχθρικά κράτη “την Ιταλία μαζί με τις κτήσεις, τα αυτοκρατορικά της εδάφη και τις αποικίες, καθώς και την Αλβανία”.
Ο Ιταλός στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σε διαταγή του της 21ης Οκτωβρίου 1940 αποκαλύπτει ότι είχε αναθέσει σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από Αλβανούς οδηγούς, να εκτελούν αναγνωρίσεις στην άμεση περιοχή των συνόρων. Περαιτέρω η διαταγή καθόριζε ότι έπρεπε να οργανωθούν ειδικά τμήματα αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Αλβανούς, πλαισιούμενους μόνο από Ιταλούς, και επιφορτισμένα με την εξουδετέρωση των μεμονωμένων Ελλήνων σκοπών και με την αποκοπή των τηλεφωνικών γραμμών.
Η προκήρυξη που διάβασε ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Βερλάτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: “…Οι στρατιώτες του ένδοξου Ιταλικού Στρατού, στις τάξεις του οποίου περιλαμβάνονται πολλές μονάδες Αλβανών στρατιωτών…”.
Ο Ιταλός ιστορικός Μάριο Τσέρβι γράφει: “Στις ιταλικές μεραρχίες περιλαμβάνονταν επίσης αλβανικά τμήματα (…). Εκπαιδεύτηκαν ακόμα και Αλβανοί, που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις”.Κατά την αρχική προέλαση της Μεραρχίας “Τζούλια” στον τομέα της Πίνδου οι επιτιθέμενοι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν Αλβανούς οι οποίοι γνώριζαν ελληνικά και φώναζαν στους Ελληνες στρατιώτες να παραδοθούν, λέγοντας ότι ο αγώνας τους ήταν πλέον μάταιος εφόσον στην Αθήνα είχε γίνει επανάσταση, η κυβέρνηση Μεταξά είχε πέσει, η νέα κυβέρνηση είχε συμμαχήσει με τον Άξονα κ.ά.
Στις 2 Νοεμβρίου 1940 τάγμα Αλβανών επιτέθηκε στο Καλπάκι απεγνωσμένα, χωρίς επιτυχία. Αλβανοί αυτόμολοι παρείχαν πληροφορίες στον Ελληνικό Στρατό.
Αποκαλυπτικά είναι τα όσα γράφει στο ημερολόγιο του ο Φερνάντε Κομπιόνε, έφεδρος υπολοχαγός πεζικού της 51ης Ορεινής Μεραρχίας “Σιέννα”: “…Κατά το χρονικό διάστημα από 28 Οκτωβρίου ως 14 Νοεμβρίου 1940, οπότε ιταλικά τμήματα είχαν εισχωρήσει σε περιοχές της Ελλάδας, οι Τσάμηδες υποδέχονταν σε όλα τα χωριά τους Ιταλούς ως ελευθερωτές, με ζητωκραυγές και ενθουσιασμό…”.
Ο πρεσβευτής Άδωνις Κύρου σημειώνει: “…Όταν, τέλος, εξερράγη ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, συμμετέσχον εις αυτόν παρά το πλευρόν των Ιταλών με ενθουσιασμόν και ανθελληνικήν λύσσαν άπειροι Αλβανοί – ενώ ουδείς εξ αυτών εσκέφθη να προσδράμη εις βοήθειαν του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού, καίτοι ούτος, συμφώνως προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, ήρχετο προς αποκατάστασιν της αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας…”.
Όταν ο Ελληνικός Στρατός προήλαυνε εντός του αλβανικού εδάφους, τα περισσότερα σώματα στρατού των Αλβανών είχαν διαλυθεί, ενώ στα πρόσωπα των λιγοστών Αλβανών που εκινούντο στους δρόμους, ανάμεσα στους Ιταλούς, ζωγραφιζόταν άγριος θυμός εναντίον ενός στρατεύματος που το νόμιζαν παντοδύναμο και το έβλεπαν να οπισθοχωρεί μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις.
Η Αγγλίδα ιστορικός Μ. Βίκερς τοποθετείται διαφορετικά: “…Η αλβανική κοινή γνώμη αρχικά πανηγύρισε για τον ελληνικό θρίαμβο, η στάση της όμως άλλαξε όταν η Αθήνα άρχισε να φανερώνει τις προθέσεις της να προσαρτήσει τη νότια Αλβανία…”(!!!).
Ενώ υπάρχουν όλα τα παραπάνω περί συμμετοχής των Αλβανών στον πόλεμο, οι Αλβανοί ιστορικοί, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, προσπάθησαν μεταπολεμικά να μας πείσουν ότι δεν συμμετείχαν με το μέρος των Ιταλών ή ότι συμμετείχαν λίγα τμήματα δια της βίας.
Συγκεκριμένα οι Αλβανοί ιστορικοί Σ. Πόλο και Α. Πούτο γράφουν σχετικά τα εξής: “Τα δύο αλβανικά τάγματα που στάλθηκαν με τη βία στον πόλεμο του 1940 αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Ιταλοί τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κεντρική Αλβανία. (….) Στην ελληνική κυβέρνηση η πορεία των γεγονότων φαινόταν πως έδινε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα παλαιά προσαρτιστικά σχέδια τους για τις περιοχές της Κόρτσας (σ.σ. Κορυτσάς) και του Γκιροκάστρ (σ.σ. Αργυρόκαστρου)”.
Σε άλλο σημείο συνεχίζουν: “Το 1940 ήταν μοναδική ευκαιρία να ενωθεί με τον Ελληνικό Στρατό ο Αλβανικός”.
Έτσι εξηγείται η κατηγορηματική άρνηση του Ελληνικού Στρατηγείου στην πρόταση των Αλβανών αντιφασιστών πατριωτών να σχηματίσουν δύο τάγματα και να πολεμήσουν με την εθνική τους σημαία στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Ιταλών εισβολέων!
Στην πραγματικότητα οι Αλβανοί έδειξαν πλήρη δυσπιστία και απροθυμία να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό. Αντιθέτως συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς. Ο Ιταλός παρατηρητής Τζακομόνι βεβαίωσε κατηγορηματικά και με συγκεκριμένα στοιχεία, ενώπιον του Ανώτατου Ιταλικού Δικαστηρίου, τα εξής: “Και οι Αλβανοί βοήθησαν παντού και πάντα τον Ιταλικό Στρατό, χωρίς να σημειωθεί πουθενά οποιοδήποτε επεισόδιο.
1941 – ΛΗΞΗ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.
Μετά την είσοδο των γερμανικών και των ιταλικών στρατευμάτων στη χώρα μας ιταλικές δυνάμεις παρέμειναν στην Αλβανία ως στρατός κατοχής.
Στις 3 Μαΐου 1941, λίγο μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, όπως γράφει ο ιστορικός Δημ. Μιχαλόπουλος, “ειδική επιτροπή”, που είχε συγκροτηθεί με εντολή της αλβανικής κυβέρνησης, υπέβαλε στο Βασιλικό Υπουργείο Εξωτερικών στη Ρώμη υπόμνημα στο οποίο περιέχονταν οι διεκδικήσεις της Αλβανίας σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Όσον αφορά την Ελλάδα στις διεκδικήσεις περιλαμβάνονταν, εκτός από την Τσαμουριά, τα Ιωάννινα και η Πρέβεζα “μαζί με τις περιφέρειες τους”, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Τα Τίρανα ζητούσαν τότε την “ένωση” των εδαφών αυτών, όπως και ορισμένων άλλων ελληνικών περιοχών (στη Δυτική Μακεδονία κυρίως), με το αλβανικό κράτος. Η κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα δεν επέφερε την πραγματοποίηση των αλβανικών επιδιώξεων.
Στις 17 Απριλίου 1944 δημιουργήθηκε μια μονάδα 35 αποτελούμενη αποκλειστικά από Αλβανούς, με την ονομασία 21 Waffen – Gebirgs – Division der SS «Skanderberg» (albanische Nr.1). Οι στολές τους ήταν ίδιες με τις στολές των γερμανικών SS, αλλά τα σύμβολα τους ήταν αλβανικά.
Το έργο των ΑλβανώνSS περιελάμβανε δολοφονίες ορθοδόξων ιερέων, καταστροφές ορθοδόξων ναών, βιασμούς, κλοπές αλλά και πλήρη κάλυψη των γερμανικών στρατευμάτων κατά την αποχώρηση τους από την Ελλάδα και αργότερα από τη Σερβία.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οπαδοί του Μπάλλι Κομπετάρ (Εθνικιστικό Κόμμα) είχαν επίσης συνεργασθεί με τους Γερμανούς.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Από την αναγνώριση της Αλβανίας ως ανεξάρτητου κράτους μέχρι την κατάληψη της από τους Ιταλούς (Απρίλιος 1939), οι σχέσεις της με την Ελλάδα ήταν σχετικά καλές. Στη συνέχεια, όμως, η ιταλική προπαγάνδα στήριξε τις αλυτρωτικές διαθέσεις της Αλβανίας. Ο αλβανικός Τύπος δημοσίευε άρθρα κατά της Ελλάδας και καλλιεργούσε το όνειρο της “Μεγάλης Αλβανίας”.
Με την επίθεση των Ιταλών κατά της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1940, αλβανικά τάγματα πεζικού και εθελοντών και σώματα άτακτων είχαν ενταχθεί στους ιταλικούς σχηματισμούς και έλαβαν ενεργά μέρος στις επιχειρήσεις. Εκτιμάται ότι συμμετείχαν 8-10 τάγματα Αλβανών. Η συμπεριφορά των Αλβανών πολιτών έναντι των Ελλήνων στρατιωτών το 1940-41 ήταν εχθρική, ενώ προς τους Ιταλούς φιλική.
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από τον Απρίλιο του 1939 και μετά, πείθουν ότι οι Αλβανοί μισούσαν και εξακολουθούν να μισούν κάθε τι ελληνικό και ορθόδοξο χριστιανικό. Υπήρξαν πάντα εχθροί της Ελλάδας. Συνεργάσθηκαν με τον Άξονα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάντα είχαν και εξακολουθούν να έχουν ως απώτερο σκοπό την ίδρυση της “Μεγάλης Αλβανίας”.
Δυστυχώς έναντι των “καλών υπηρεσιών” των Αλβανών η Ελλάδα το 1971 αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις της με τη γείτονα, με την ελπίδα ότι θα προστατεύονταν καλύτερα τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας της Βόρειας Ηπείρου. Επίσης το 1987 η Ελλάδα, ενεργώντας μονομερώς, κατάργησε την εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία, καθεστώς που ίσχυε από τον Νοέμβριο του 1940, χωρίς να εξασφαλίσει εγγυήσεις για την ελληνική μειονότητα της Βόρειας Ηπείρου.

Αυτούς λοιπόν βοηθάμε οικονομικά και τους έχουμε στην Πατρίδα μας τρέφοντας φίδια στον κόρφο μας .Κάποτε ένας φίλος Βερειοηπειρώτης μου είπε ότι Αλβανός δεν γίνεται ποτέ φίλος .Με την πρώτη ευκαιρία θα σε σφάξει στο γόνατο .


Πηγή του άρθρου ΠEPIOΔIKO “ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ”, TEYXOΣ ΟKTΩBPIOY 2003 και το blog
Μαθαίνουμε Ελληνική ιστορία .

Δεν υπάρχουν σχόλια: